- ικτηρια
- ἱκτηρίαἡ Aesch., Dem. = ἱκετηρία См. ικετηρια 1
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
ἱκτήρια — ἱκετήριος of neut nom/voc/acc pl ἱκτήριος of neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἱκτηρίας — ἱκτηρίᾱς , ἱκετήριος of fem acc pl ἱκτηρίᾱς , ἱκετήριος of fem gen sg (attic doric aeolic) ἱκτηρίᾱς , ἱκτήριος of fem acc pl ἱκτηρίᾱς , ἱκτήριος of fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)